διακονεύω

διακονεύω
1. αμετ. нищенствовать, побираться; попрошайничать;
2. μετ. выпрашивать, клянчить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διακονεύω" в других словарях:

  • διακονεύω — διακονεύω, διακόνεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διακονεύω — και διακονάω και διακονίζω [διακονιά] 1. ζητιανεύω, επαιτώ 2. ζητώ με παρακάλια …   Dictionary of Greek

  • διακονεύω — διακόνεψα, ζητιανεύω, επαιτώ: Πολλοί από τους ανθρώπους που διακονεύουν είναι γέροντες χωρίς σύνταξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιακόνευτος — η, ο [διακονεύω] αυτός που έγινε ή αποκτήθηκε χωρίς διακονιά, χωρίς ζητιανιά, ο αζητιάνευτος …   Dictionary of Greek

  • αμφιπολεύω — ἀμφιπολεύω (Α) [ἀμφίπολος] (επικ. ρ. συνήθως στον ενεστ.) 1. υπηρετώ κάποιον ή κάτι ως δούλος, περιποιούμαι, φροντίζω 2. (για ιερείς και ιέρειες) υπηρετώ, διακονεύω 3. διασχίζω (οὐρανόν, δόμον) …   Dictionary of Greek

  • διακονίζω — και διακονίζομαι (Μ διακονίζω) διακονεύω, ζητιανεύω …   Dictionary of Greek

  • διακονώ — (AM διακονῶ, έω Α και ιων. τ. διηκονέω) 1. υπηρετώ, περιποιούμαι κάποιον 2. είμαι διάκονος στην εκκλησία 3. παρέχω βοήθεια, ελεώ μσν. νεοελλ. διακονεύω, ζητιανεύω αρχ. μσν. 1. προσφέρω πρόθυμα τις υπηρεσίες μου σε κάποιον 2. διακονοῡμαι εξυπηρετώ …   Dictionary of Greek

  • διακόνεμα — το [διακονεύω] η διακονιά* …   Dictionary of Greek

  • επαιτώ — μτβ. και αμτβ. 1. ζητώ ελεημοσύνη, ζω με επαιτεία, ζητιανεύω, διακονεύω. 2. μτφ., εκλιπαρώ κάποιον για κάτι, ζητώ κάτι επίμονα ως χάρη, ως ελεημοσύνη (όπως ο ζητιάνος): Επαιτώ ένα μόνο φιλί σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακάλεση — η παρακάλεσμα, παράκληση, παρακάλι: Δεν ξέρω παρακάλεσες, δε διακονεύω σχώρια (Βαλαωρίτης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψωμοζητώ — και ψωμοζητάω ζητιανεύω, διακονεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»